θεσμοθετείον

θεσμοθετείον
θεσμοθετεῑον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθέτης]
αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεσμοθετεῖον — hall in which the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθετείῳ — θεσμοθετεῖον hall in which the neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тесмотеты — (θεσμοθέται). Из 9 афинских архонтов (см.) первые 3 носили особые имена (αρχων έπώνυμος, ά. βασιλευς, ά. πολέμαρχος), остальные же образовали коллегию из 6 лиц и назывались тесмотетами. Первые 3 архонта имели до Солона свои особые присутственные… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Тесмотеты — Связать? …   Википедия

  • θεσμοθέσιον — θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθετώ] βλ. θεσμοθετείον …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθέτιον — θεσμοθέτιον, τὸ (Α) [θεσμοθέτης] βλ. θεσμοθετείον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”